σκολόπαξ

σκολόπαξ
σκολόπαξ, -ακος
Grammatical information: m.
Meaning: name of a bird, which is usually identified wit ἀσκαλώπας (-πᾶς?) m. (Arist.) and explained as `woodcock, Scolopax rusticola'; cf. Thompson Birds s. vv.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: To σκόλοψ `pole' (referring to the long beak of the snipe), either as cognate with it or folk-etymolog. adapted to it. With the anlaut and auslaut cf. e.g. ἀσπάλαξ beside σπάλαξ (Chantraine Form. 378); ἀσκαλώπας (-πᾶς?) like κελαινώπας (S. in lyr.), βύας, ἀτταγᾶς; the stemvowel after σκάλλω. -- Furnée 344 identifies the word with ἀσκαλωπ- and concludes that it was Pre-Greek. Anyhow the word looks Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,735

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σκολόπακα — σκολόπαξ scolopax masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκολοπακίδες — (Scolopacidae). Οικογένεια ελόβιων πουλιών, που περιλαμβάνει τα γένη μπεκάτσα (σκολόπαξ), σκολομτκκατσίνι (σκολοπακίδα) και άλλα. Στην οικογένεια περιλαμβάνονται και 75 περίπου είδη του βόρειου ημισφαίριου καθώς και περιοχών του ίδιου ημισφαίριου …   Dictionary of Greek

  • σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • BECACIA — Gallis rasticula dicitur, Becace, a longitudine rostri, quod becum vocant. Quemadmodum eadem avis ςκολόπαξ Graecis, quod habeat rostrum aeque longum, ac ςκόλοψ, quâ voce lignum significatur in acumen desineus ac longum. Aristorteles, Ο῾ Σκολόπαξ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ασκαλώπακας — ο (Α ἀσκαλώπας) σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, μπεκάτσα, ξυλόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ασκαλώπας, που απαντά στον Αριστοτέλη, θα πρέπει να αποτελεί διαλεκτική λ. (υπόθεση στην οποία οδηγεί το κατά πάσα πιθανότητα μακρό, ληκτικό ᾱ), προέρχεται δε από α… …   Dictionary of Greek

  • κεντρίσκος — (Centriscus). Γένος ακανθοπτερύγιων τελεόστεων ψαριών της οικογένειας των κεντρισκιδών. Περιλαμβάνει ψάρια που έχουν μικρό και ωοειδές σώμα, πεπιεσμένο πλευρικά, μήκους μέχρι 15 εκ. και μακρύ και λεπτό ρύγχος σαν ράμφος πουλιού, το οποίο απολήγει …   Dictionary of Greek

  • μπεκάτσα — η (λ. βενετ.), το πουλί Σκολόπαξ ο αγροδίαιτος, η ξυλόκοτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξυλόκοτα — η το πουλί σκολόπαξ, αλλ. μπεκάτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”